Αθανασιάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αθανασιάν < αρμενική Աթանասյան (Atʿanasyan, Ατανασιάν) (πατρωνυμικό), με ορθογραφική επίδραση από το Αθανάσιος. Μορφολογικά αναλύεται σε Α(τ)θανάς + -ιάν.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ αγγλικά: Athanasian
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑθανασιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) αρμενικής προέλευσης, αντίστοιχο με τα ελληνικά επώνυμα Αθανασόπουλος, Αθανασάκης