ὑπερφίαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὑπερφίαλος | τὸ ὑπερφίαλον | οἱ, αἱ ὑπερφίαλοι | τὰ ὑπερφίαλα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὑπερφιάλου | τοῦ ὑπερφιάλου | τῶν ὑπερφιάλων | τῶν ὑπερφιάλων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὑπερφιάλῳ | τῷ ὑπερφιάλῳ | τοῖς, ταῖς ὑπερφιάλοις | τοῖς ὑπερφιάλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὑπερφίαλον | τὸ ὑπερφίαλον | τοὺς, τὰς ὑπερφιάλους | τὰ ὑπερφίαλα |
Κλητική | ὑπερφίαλε | ὑπερφίαλον | ὑπερφίαλοι | ὑπερφίαλα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὑπερφιάλω | |||
Γενική-Δοτική | ὑπερφιάλοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὑπερφίαλος, -ος, -ον (ὑπερφίᾰλος)
- υπερήφανος
- υπερόπτης
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 94 (στίχοι 93-94)
- οἶσθα καὶ αὐτή, | οἷος κείνου θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής.
- και μόνη το γνωρίζεις | άσπλαχνην πόσον και άδικην έχει ψυχήν εκείνος
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οἶσθα καὶ αὐτή, | οἷος κείνου θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 94 (στίχοι 93-94)
- θρασύς
- βίαιος