Δείτε επίσης: υπασπιστής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπασπιστής < (ὑπό) ὑπ- + ἀσπίζω (< ἀσπίς) + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑπασπιστής αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία