ὁπλοδόκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὁπλοδόκη < (ὅπλον) ὁπλο- + -δόκη (< δέχομαι), απόδοση για τη γαλλική râtelier d'armes. (μαρτυρείται από το 1858) στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν.[1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὁπλοδόκη θηλυκό (καθαρεύουσα)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ.15 - Μιαούλης, Αθανάσιος. Ονοματολόγιον Ναυτικόν, σύνταξη:1858, Εκ του εθνικού τυπογραφείου, 1884
- ↑ σελ. 735, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου