râtelier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
râtelier | râteliers |
râtelier (fr) αρσενικό
- η κατασκευή από κεκλιμένες μπάρες, στηριγμένο σε έναν τοίχο, όπου στερεώνεται η τροφή των ζώων (μάντρας, στάβλου, κ.α.), η παχνί
- (παρωχημένο) η μασέλα
- η θήκη όπου στερεώνονται κατακόρυφα διάφορα εργαλεία ή όπλα
Εκφράσεις επεξεργασία
- (οικείο) manger à tous les râteliers: εκμεταλλεύομαι κάθε είδους ευκαιρία, προερχόμενη έστω και από αντιτιθέμενα συμφέροντα