ὁμαλόν
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ὁμαλόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὁμαλός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὁμαλόν ουδέτερο
- πεδιάδα
- κανονικότητα
- (για ήθος) ευστάθεια
- ένα από τα σημεία της βυζαντινής παρασημαντικής
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ὁμαλόν