Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀμπλιγάρω < (άμεσο δάνειο) βενετική obligar < λατινική obligare

ὀμπλιγάρω (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. υποχρεώνω
    ※  17ος/18ος αιώνας, Πέτρος Κατσαΐτης, Ιφιγένεια, Πράξη Πέμπτη, στίχ. 913 (913-914)
    Ἡ ἀφεντιά σου σὰν θωρῶ μὲ ὀμπλιγάρει τόσο
    ποὺ δὲν ἠξεύρω ἀντιμοιβὴ ποιὰν ἔχω νὰ σοῦ δώσω.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης: Ιφιγένεια - Θύεστης, Κλαθμός Πελοποννήσου, ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, (1η έκδοση), σελ. 108
  2. βάζω κάτι ως ενέχυρο
    ※  16ος/17ος αιώνας Βαρούχας, Μανόλης. Νοταριακές πράξεις, Μοναστηράκι Αμαρίου (1597‑1613) (επιμ.) Bakker W.F. - Gemert Arnold F.van, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, 1987, αριθμός 113, Πώληση σιταριού, στίχ. 4 (4-5), σελ. 126 @anemi.lib.uoc.gr στην πρωτότυπη γραφή τους.
    γιἀ το ὁπίο στάρι τοῦ ὁπλεγάρι το χωράφιν ὁπου ἔχει, νοματισμένο στου Ροβίθι, βαλμένο ἐν τη | καβαλαρια τις Ἁγίας Ἄνις, να το πλερόνι ἀποδεκί.
  3. (στη μέση φωνή) δεσμεύομαι, υποχρεώνομαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία