Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔγχελυς < Κατά μία θεωρία προέκυψε από τη συγχώνευση σε μία λέξη (συμφυρμός) της λέξης ἔχις και ενός ουσιαστικού συνώνυμου με την λατινική anguilla (χέλι) που δεν έχει διασωθεί στα ελληνικά.[1] Σύμφωνα με τον Beekes δεν μπορεί να αναδημιουργηθεί η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή μορφή της λέξης.[2] Συγγενή: λατινική anguis (φίδι), (από την οποία προέκυψε η λατινική anguilla), λιθουανική ungurỹs, αρχαία πρωσσική angurgis,[3] ρωσική угорь (úgorʹ), αλβανική ngjalë.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἔγχελυς, -εως/-υος αρσενικό ή θηλυκό

  • (ψάρι) χέλι
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 203 (203-204)
    τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες ἀμφεπένοντο, | δημὸν ἐρεπτόμενοι ἐπινεφρίδιον κείροντες·
    και χέλια τον τριγύρισαν και ψάρια στριμωμένα | κι εκόφταν και άρπαζαν γοργά της νεφραμιάς το πάχος.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 353 (353-355)
    τείροντ᾽ ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες οἳ κατὰ δίνας, | οἳ κατὰ καλὰ ῥέεθρα κυβίστων ἔνθα καὶ ἔνθα | πνοιῇ τειρόμενοι πολυμήτιος Ἡφαίστοιο.
    και μες στα βάθη επάθαιναν | κι εδώ κι εκεί σκιρτούσαν χέλια και ψάρι᾽ | απ᾽ την πνοήν του πολυβούλου Ηφαίστου·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 72.1
    Γίνονται δὲ καὶ ἐνύδριες ἐν τῷ ποταμῷ, τὰς ἱρὰς ἥγηνται εἶναι. νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν. ἱροὺς δὲ τούτους τοῦ Νείλου φασὶ εἶναι, καὶ τῶν ὀρνίθων τοὺς χηναλώπεκας.
    Ζουν επίσης βίδρες στον ποταμό, που οι Αιγύπτιοι θεωρούν ότι είναι ιερές. Από τα ψάρια πάλι θεωρούν ότι είναι ιερά το λεγόμενο λεπιδωτό και το χέλι, που λένε ότι είναι αφιερωμένοι στον Νείλο, και από τα πουλιά οι χηναλεπούδες.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 510 (510-511)
    οὐδὲ χαίρω βατίσιν οὐδ᾽ ἐγχέλεσιν, ἀλλ᾽ ἥδιον ἂν | δικίδιον σμικρὸν φάγοιμ᾽ ἂν ἐν λοπάδι πεπνιγμένον.
    δε μ᾽ ευχαριστούν οι ρίνες και τα χέλια· μια κομψή | δώσ᾽ μου δίκη ν᾽ απολάψω μες στης κάλπης το ταψί.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 864 (864-867)
    ὅπερ γὰρ οἱ τὰς ἐγχέλεις θηρώμενοι πέπονθας. | ὅταν μὲν ἡ λίμνη καταστῇ, λαμβάνουσιν οὐδέν· | ἐὰν δ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω τὸν βόρβορον κυκῶσιν, | αἱροῦσι· καὶ σὺ λαμβάνεις, ἢν τὴν πόλιν ταράττῃς.
    Με σένα συμβαίνει ό,τι και μ᾽ αυτούς που ψαρεύουν χέλια: | όσο η λίμνη μένει ατάραχη, δεν πιάνουνε ούτε λέπι· | όταν όμως ταράζουν τον βούρκο του βυθού απάνω κάτω, | τα πιάνουν. Κι συ «τα πιάνεις» όταν αναστατώνεις την πόλη.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. χέλι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ἔγχελυς σελ. 372 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  3. ungurys στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Πηγές επεξεργασία