ἐπιμελεῖσθαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑπαρέμφατο
επεξεργασίαἐπιμελεῖσθαι
- απαρέμφατο μεσοπαθητικού ενεστώτα - μεσοπαθητικό αποθετικό ρήμα ἐπιμελέομαι
- (με τη σημασία) φροντίζω
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1397b)
- «εἰ δεῖ τὸν ἰδιώτην τῆς ὑμετέρας δόξης ἐπιμελεῖσθαι, καὶ ὑμᾶς τῆς τῶν Ἑλλήνων».
- «Αν ένας απλός πολίτης οφείλει να φροντίζει για το καλό σας όνομα, οφείλετε κι εσείς [να φροντίζετε] για το καλό όνομα των Ελλήνων».
- Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- «εἰ δεῖ τὸν ἰδιώτην τῆς ὑμετέρας δόξης ἐπιμελεῖσθαι, καὶ ὑμᾶς τῆς τῶν Ἑλλήνων».
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Ἀπολογία Σωκράτους, 41e
- τοὺς ὑεῖς μου, ἐπειδὰν ἡβήσωσι, τιμωρήσασθε, ὦ ἄνδρες, ταὐτὰ ταῦτα λυποῦντες ἅπερ ἐγὼ ὑμᾶς ἐλύπουν, ἐὰν ὑμῖν δοκῶσιν ἢ χρημάτων ἢ ἄλλου του πρότερον ἐπιμελεῖσθαι ἢ ἀρετῆς,
- Τα παιδιά μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τα τιμωρήσετε, ω άνδρες Αθηναίοι, και να τα τυραννήσετε με τον ίδιο τρόπο που σας τυράννησα εγώ, αν σας φανούν πως φροντίζουν για χρήματα ή γι᾽ άλλο τίποτε περισσότερο από την αρετή,
- Μετάφραση (1923): Παύλος Νιρβάνας. Αθήνα: Ελευθερουδάκης @greek‑language.gr
- τοὺς ὑεῖς μου, ἐπειδὰν ἡβήσωσι, τιμωρήσασθε, ὦ ἄνδρες, ταὐτὰ ταῦτα λυποῦντες ἅπερ ἐγὼ ὑμᾶς ἐλύπουν, ἐὰν ὑμῖν δοκῶσιν ἢ χρημάτων ἢ ἄλλου του πρότερον ἐπιμελεῖσθαι ἢ ἀρετῆς,
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1397b)
- (με τη σημασία) έχω την επιμέλεια σε κάτι, επιστατώ, διοικώ σε έναν τομέα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 1, 1.22
- καὶ φυλακὴν ἐγκαταλιπόντες ναῦς τριάκοντα καὶ στρατηγὼ δύο, Θηραμένην καὶ Εὔμαχον, τοῦ τε χωρίου ἐπιμελεῖσθαι καὶ τῶν ἐκπλεόντων πλοίων καὶ εἴ τι ἄλλο δύναιντο βλάπτειν τοὺς πολεμίους.
- Άφησαν εκεί φρουρά τριάντα πολεμικά και δύο στρατηγούς, τον Θηραμένη και τον Εύμαχο, μ᾽ εντολή να επιτηρούν τη βάση και τα πλοία που ᾽βγαιναν από τα Στενά και να παρενοχλούν όσο μπορούν τον εχθρό·
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- καὶ φυλακὴν ἐγκαταλιπόντες ναῦς τριάκοντα καὶ στρατηγὼ δύο, Θηραμένην καὶ Εὔμαχον, τοῦ τε χωρίου ἐπιμελεῖσθαι καὶ τῶν ἐκπλεόντων πλοίων καὶ εἴ τι ἄλλο δύναιντο βλάπτειν τοὺς πολεμίους.
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε Αρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, 4.22.8
- καὶ αὐτὸς μὲν Ἄστις ἀποθνήσκει, τῆς πόλεως δὲ ἐπιμελεῖσθαι ἐτάχθη Σαγγαῖος, ὃς ἔτι πρόσθεν πεφευγὼς Ἄστιν παρὰ Ταξίλην ηὐτομολήκει·
- Ο ίδιος ο Άστης σκοτώθηκε και διοικητής της πόλης διορίσθηκε ο Σαγγαίος, ο οποίος είχε εγκαταλείψει προηγουμένως τον Άστη και είχε αυτομολήσει στον Ταξίλη.
- Μετάφραση (1998), Θ.Χ. Σαρικάκης, @greek‑language.gr
- καὶ αὐτὸς μὲν Ἄστις ἀποθνήσκει, τῆς πόλεως δὲ ἐπιμελεῖσθαι ἐτάχθη Σαγγαῖος, ὃς ἔτι πρόσθεν πεφευγὼς Ἄστιν παρὰ Ταξίλην ηὐτομολήκει·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 1, 1.22
- (με τη σημασία) φροντίζω
Πηγές
επεξεργασία- ἐπιμελέομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιμελέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu