Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπὶ τὸ κρεῖττον < αρχαία ελληνική ἐπὶ τὸ κρεῖττον → δείτε τις λέξεις ἐπί και κρείττων

  Έκφραση επεξεργασία

ἐπὶ τὸ κρεῖττον

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία