ἐθνικόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαἐθνικόν ουδέτερο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του έθνικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του έθνικός
- ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έθνικός: η ονομασία κατοίκων ενός έθνους, μιας πόλης
- ※ Ροδόη, πόλις Ίνδική, τό έθνικόν Ροδοήτης (Στέφανος ο Βυζάντιος, 6ος αιώνας, Τα Εθνικά)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- και καθαρεύουσα
- ※ Πόθεν το εθνικόν Αρβανίτης (τίτλος του βιβλίου, Πέτρος Α. Φουρίκης, Ελεύθερη Σκέψις, 1996)