ἄναλκις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἄναλκις < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἄναλκις, -ις απαντά σε αρσενικό και θηλυκό γένος
- ασθενής, αδύναμος, ανίσχυρος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 349
- ἦ οὐχ ἅλις ὅττι γυναῖκας ἀνάλκιδας ἠπεροπεύεις;
- Ή δεν σου αρκεί που ξεπλανάς τες άνανδρες γυναίκες;
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἦ οὐχ ἅλις ὅττι γυναῖκας ἀνάλκιδας ἠπεροπεύεις;
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 57.4
- διελέχθη δὲ πρὸς τοὺς φίλους, ὡς οὐ δι᾽ αὑτόν, ἀλλὰ δι᾽ ἐκείνους ταράττοιτο, μὴ τὸ κράτος εἰς ἀγεννῆ καὶ ἄναλκιν ἄνθρωπον ἐκλιπόντος αὐτοῦ περιστήσῃ τὸ δαιμόνιον.
- Και στους φίλους του, με τους οποίους συζήτησε το θέμα, είπε ότι ανησυχούσε όχι για τον εαυτό του αλλά για εκείνους, μήπως ο θεός, όταν αυτός πεθάνει, δώσει την εξουσία σε κάποιον από ταπεινή καταγωγή και ανίκανο άνθρωπο.
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
- διελέχθη δὲ πρὸς τοὺς φίλους, ὡς οὐ δι᾽ αὑτόν, ἀλλὰ δι᾽ ἐκείνους ταράττοιτο, μὴ τὸ κράτος εἰς ἀγεννῆ καὶ ἄναλκιν ἄνθρωπον ἐκλιπόντος αὐτοῦ περιστήσῃ τὸ δαιμόνιον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 349
- άνανδρος, δειλός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 656
- Ἕκτορι δὲ πρωτίστῳ ἀνάλκιδα θυμὸν ἐνῆκεν·
- Μ᾽ άνανδρο πνεύμα επάγωσε του Έκτορος τα στήθη·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἕκτορι δὲ πρωτίστῳ ἀνάλκιδα θυμὸν ἐνῆκεν·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1224 (1223-1224)
- ἐκ τῶνδε ποινάς φημι βουλεύειν τινά, | λέοντ᾽ ἄναλκιν,
- Γι᾽ αυτά, σου λέω, εκδίκηση μελετά κάποιος | λέοντας δειλός,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἐκ τῶνδε ποινάς φημι βουλεύειν τινά, | λέοντ᾽ ἄναλκιν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 301 (301-302)
- ὁ πάντ᾽ ἄναλκις οὗτος, ἡ πᾶσα βλάβη, | ὁ σὺν γυναιξὶ τὰς μάχας ποιούμενος.
- αυτός ο πιο άναντρος του κόσμου, της ατιμίας το τέρας, | που πολέμους πίσω μονάχα από γυναίκες ξέρει.
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ὁ πάντ᾽ ἄναλκις οὗτος, ἡ πᾶσα βλάβη, | ὁ σὺν γυναιξὶ τὰς μάχας ποιούμενος.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 656
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀλκή
Πηγές
επεξεργασία- ἄναλκις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄναλκις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.