ἄγυρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἄγυρις < από μεταπτωτική βαθμίδα του ἀγείρω. Σε σύνθεση: -ήγυρις με έκταση του αρκτικού ⟨ἀ⟩
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄγυρις θηλυκό (γενική: ἀγύριος)
- αιολικός τύπος του ἀγορά (συνέλευση, συνάθροιση, πλήθος)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄγυρις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγυρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.