ἀστεροπή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀστεροπή θηλυκό
- (μετεωρολογία) αστραπή
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 691 (690-692)
- οἱ δὲ κεραυνοὶ | ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο | χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες,
- και οι κεραυνοί | ευθύς μαζί με τη βροντή και με την αστραπή πετούσαν | από το στιβαρό του χέρι, την ιερή στριφογυρνώντας φλόγα,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἱ δὲ κεραυνοὶ | ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο | χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 691 (690-692)
- (μεταφορικά) λάμψη, λαμπρότητα, ακτινοβολία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ δείτε και τις λέξεις ἀστραπή και στεροπή
Πηγές
επεξεργασία- ἀστεροπή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀστεροπή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.