στεροπή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεροπή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστεροπή θηλυκό (ποιητική λέξη) → δείτε τη λέξη ἀστραπή
- (μετεωρολογία) αστραπή
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 707 (706-707)
- σὺν δ᾽ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ᾽ ἐσφαράγιζον | βροντήν τε στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν,
- Και οι άνεμοι σηκώνανε με θόρυβο μαζί σεισμό, σκόνη, | βροντή, αστραπή, το φλογερό τον κεραυνό,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- σὺν δ᾽ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ᾽ ἐσφαράγιζον | βροντήν τε στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 707 (706-707)
- (μεταφορικά) λάμψη, αστραπή, ακτινοβολία, στιλπνότητα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 83
- χαλκοῦ τε στεροπήν, ὀλλύντας τ᾽ ὀλλυμένους τε.
- και του χαλκού τες αστραψιές θωρώντας και τους φόνους.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- χαλκοῦ τε στεροπήν, ὀλλύντας τ᾽ ὀλλυμένους τε.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 66 (στίχοι 64-66)
- ὣς Ἕκτωρ ὁτὲ μέν τε μετὰ πρώτοισι φάνεσκεν, | ἄλλοτε δ᾽ ἐν πυμάτοισι κελεύων· πᾶς δ᾽ ἄρα χαλκῷ | λάμφ᾽ ὥς τε στεροπὴ πατρὸς Διὸς αἰγιόχοιο.
- και ο Έκτωρ πότ᾽ εφαίνετο στους πρώτους να προστάζει, | και πότε εις τους υστερινούς, και στ᾽ άρματά του όλος | έλαμπεν ως η αστραπή του αιγιδοφόρου Δία.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὣς Ἕκτωρ ὁτὲ μέν τε μετὰ πρώτοισι φάνεσκεν, | ἄλλοτε δ᾽ ἐν πυμάτοισι κελεύων· πᾶς δ᾽ ἄρα χαλκῷ | λάμφ᾽ ὥς τε στεροπὴ πατρὸς Διὸς αἰγιόχοιο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 83
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἀστραπή
Πηγές
επεξεργασία- στεροπή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στεροπή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.