Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀρχεῖον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἀρχεῖος <ἀρχή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀρχεῖον το, και (ιωνικός τύπος) το ἀρχήϊον

  1. επίσημος χώρος συνεδριάσεων
    ἐγὼ δ᾽ ὅτι μὲν οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ ἀρχεῖον
  2. επίσημα αρχεία, ,καταγραφές, εγγραφές σε μητρώα, πρακτικά
    οἱ δὲ μέχρι τῆς εἰς τὰ ἀρχεῖα τὰ δημόσια ἐγγραφῆς
  3. το συμβούλιο ηγετών ή αρχηγών
    ὅσοι ἀρχείων μετέχουσιν καὶ δικαστηρίων
  4. (μεταγενέστερο) στα ρωμαϊκά χρόνια, το αρχηγείο


Συγγενικά επεξεργασία