ἀρχεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀρχεῖον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἀρχεῖος <ἀρχή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρχεῖον το, και (ιωνικός τύπος) το ἀρχήϊον
- επίσημος χώρος συνεδριάσεων
- ἐγὼ δ᾽ ὅτι μὲν οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ ἀρχεῖον
- επίσημα αρχεία, ,καταγραφές, εγγραφές σε μητρώα, πρακτικά
- οἱ δὲ μέχρι τῆς εἰς τὰ ἀρχεῖα τὰ δημόσια ἐγγραφῆς
- το συμβούλιο ηγετών ή αρχηγών
- ὅσοι ἀρχείων μετέχουσιν καὶ δικαστηρίων
- (μεταγενέστερο) στα ρωμαϊκά χρόνια, το αρχηγείο