ἀργυρολογέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀργυρολογέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀργυρολογέω - ἀργυρολογῶ (συνηρημένο)
- συλλέγω με καταναγκασμό χρήματα, επιβάλλω την καταβολή χρημάτων
- εισπράττω φόρο, φορολογώ
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Λύσανδρος, 6.3 @scaife.perseus
- πρὸς ταῦτα εἰπὼν ὁ Λύσανδρος ὅτι οὐκ αὐτός, ἀλλʼ ἐκεῖνος ἄρχοι τῶν νεῶν, ἀπέπλευσεν εἰς Πελοπόννησον, ἐν πολλῇ τὸν Καλλικρατίδαν ἀπορία καταλιπών. οὔτε γὰρ οἴκοθεν ἀφῖκτο χρήματα κομίζων, οὔτε τὰς πόλεις ἀργυρολογεῖν καὶ βιάζεσθαι μοχθηρὰ πραττούσας ὑπέμεινε.
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Λύσανδρος, 6.3 @scaife.perseus
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀργυρολογέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀργυρολογέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.