ἀποτείνω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἀποτείνω (παθητική φωνή: ἀποτείνομαι)
- επιμηκύνω κάτι, το επεκτείνω
- επεκτείνω (το λόγο)
- εξακολουθώ
- (ελληνιστική κοινή) υπαινίσσομαι
Δείτε επίσης : αποτείνω |
ἀποτείνω (παθητική φωνή: ἀποτείνομαι)