Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποστατέω < λείπει η ετυμολογία

ἀποστατέω - ἀποστατῶ (συνηρημένο)

  1. στέκομαι μακριά από, αναχωρώ από
  2. αποστασιοποιούμαι, απουσιάζω
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Περικλῆς, 13.12
    Τὰ δὲ Προπύλαια τῆς ἀκροπόλεως ἐξειργάσθη μὲν ἐν πενταετίᾳ Μνησικλέους ἀρχιτεκτονοῦντος, τύχη δὲ θαυμαστὴ συμβᾶσα περὶ τὴν οἰκοδομίαν ἐμήνυσε τὴν θεὸν οὐκ ἀποστατοῦσαν, ἀλλὰ συνεφαπτομένην τοῦ ἔργου καὶ συνεπιτελοῦσαν.
    Τα Προπύλαια στην Ακρόπολη οικοδομήθηκαν μέσα σε μια πενταετία από τον αρχιτέκτονα Μνησικλή. Ένα τυχαίο, μα αξιοθαύμαστο περιστατικό κατά τη διάρκεια της οικοδομής ήρθε να δείξει ότι η θεά δεν απουσίαζε από το έργο, παρά συνεργαζόταν και βοηθούσε την εκτελεσή του.
    Μετάφραση (1965): Μιχάλης Οικονόμου @greek-language.gr
  3. (μεταφορικά) απομακρύνομαι από το θεό

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία