ἀποστατέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀποστατέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ἀποστατέω - ἀποστατῶ (συνηρημένο)
- στέκομαι μακριά από, αναχωρώ από
- αποστασιοποιούμαι, απουσιάζω
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Περικλῆς, 13.12
- Τὰ δὲ Προπύλαια τῆς ἀκροπόλεως ἐξειργάσθη μὲν ἐν πενταετίᾳ Μνησικλέους ἀρχιτεκτονοῦντος, τύχη δὲ θαυμαστὴ συμβᾶσα περὶ τὴν οἰκοδομίαν ἐμήνυσε τὴν θεὸν οὐκ ἀποστατοῦσαν, ἀλλὰ συνεφαπτομένην τοῦ ἔργου καὶ συνεπιτελοῦσαν.
- Τα Προπύλαια στην Ακρόπολη οικοδομήθηκαν μέσα σε μια πενταετία από τον αρχιτέκτονα Μνησικλή. Ένα τυχαίο, μα αξιοθαύμαστο περιστατικό κατά τη διάρκεια της οικοδομής ήρθε να δείξει ότι η θεά δεν απουσίαζε από το έργο, παρά συνεργαζόταν και βοηθούσε την εκτελεσή του.
- Μετάφραση (1965): Μιχάλης Οικονόμου @greek-language.gr
- Τὰ δὲ Προπύλαια τῆς ἀκροπόλεως ἐξειργάσθη μὲν ἐν πενταετίᾳ Μνησικλέους ἀρχιτεκτονοῦντος, τύχη δὲ θαυμαστὴ συμβᾶσα περὶ τὴν οἰκοδομίαν ἐμήνυσε τὴν θεὸν οὐκ ἀποστατοῦσαν, ἀλλὰ συνεφαπτομένην τοῦ ἔργου καὶ συνεπιτελοῦσαν.
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Περικλῆς, 13.12
- (μεταφορικά) απομακρύνομαι από το θεό
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀποστατέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀποστατέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.