ἀπολισθάνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀπολισθάνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀπολισθάνω αττικός τύπος
- γλιστρώ, ξεγλιστρώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 65.2
- τὰς γὰρ πρῴρας καὶ τῆς νεὼς ἄνω ἐπὶ πολὺ κατεβύρσωσαν, ὅπως ἂν ἀπολισθάνοι καὶ μὴ ἔχοι ἀντιλαβὴν ἡ χεὶρ ἐπιβαλλομένη.
- Έντυσαν με δέρματα τις πρώρες των καραβιών σε αρκετό μήκος, ώστε η αρπάγη, όταν θα την έριχναν, να γλιστράει και να μην έχει πού να γαντζωθεί.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- τὰς γὰρ πρῴρας καὶ τῆς νεὼς ἄνω ἐπὶ πολὺ κατεβύρσωσαν, ὅπως ἂν ἀπολισθάνοι καὶ μὴ ἔχοι ἀντιλαβὴν ἡ χεὶρ ἐπιβαλλομένη.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 65.2
- (+ γενική) ξεγλιστρώ μακριά από, ξεφεύγω από, απομακρύνομαι από
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 678 (676-678)
- ἢν δ᾽ ἐφ᾽ ἱππικὴν τράπωνται, διαγράφω τοὺς ἱππέας· | ἱππικώτατον γάρ ἐστι χρῆμα κἄποχον γυνή, | κοὐκ ἂν ἀπολίσθοι τρέχοντος. τὰς Ἀμαζόνας σκόπει,
- Κι αν θελήσουνε να φκιάσουν ιππικό, πάει το δικό μας! | Άφταστες είν᾽ οι γυναίκες στο καβάλημα. Ποτέ τους, | άμα τρέχουνε με φόρα, δε σκοντάφτουν, Αμαζόνες!
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- ἢν δ᾽ ἐφ᾽ ἱππικὴν τράπωνται, διαγράφω τοὺς ἱππέας· | ἱππικώτατον γάρ ἐστι χρῆμα κἄποχον γυνή, | κοὐκ ἂν ἀπολίσθοι τρέχοντος. τὰς Ἀμαζόνας σκόπει,
- ※ 3ος πκε αιώνας, Λεωνίδας ο Ταραντίνος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 7ο, επίγραμμα 273, @poesialatina.it, @anthologiagraeca.org
- Εὔρου με τρηχεῖα καὶ αἰπήεσσα καταιγίς,
καὶ νύξ, καὶ δνοφερῆς κύματα πανδυσίης
ἔβλαψ᾽ Ὠρίωνος: ἀπώλισθον δὲ βίοιο
Κάλλαισχρος, Λιβυκοῦ μέσσα θέων πελάγευς.- Η ορμητική και σφοδρή καταιγίδα του ανατολικού ανέμου,
και η νύχτα, και τα κύματα κατά τη ζοφερή
δύση του Ωρίωνα με κατέστρεψαν. Και πέθανα (: κατά λέξη, ξεγλίστρησα μακριά από τη ζωή)
εγώ ο Κάλλαισχρος, πλέοντας στη μέση του Λιβυκού πελάγους. - Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Η ορμητική και σφοδρή καταιγίδα του ανατολικού ανέμου,
- Εὔρου με τρηχεῖα καὶ αἰπήεσσα καταιγίς,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 678 (676-678)
- διακόπτω τους φιλικούς δεσμούς με κάποιον
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀπολισθάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπολισθάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.