Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνιμάω < λείπει η ετυμολογία

ἀνιμάω / ἀνιμῶ

  1. αντλώ νερό μέσω δερματικών λωρίδων, σηκώνω, ανασύρω ή ανέλκω
    ※  6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Κηπουρὸς καὶ κύων, 122.1
    κηπωροῦ κύων εἰς φρέαρ ἔπεσεν. ὁ δὲ ἀνιμήσασθαι αὐτὸν βουλόμενος ἐκεῖ κατέβη.
    Ήταν ένας περιβολάρης, που το σκυλί του έπεσε μέσα στο πηγάδι. Ο άνθρωπος, που λέτε, είχε σκοπό να το ανασύρει από εκεί μέσα, γι᾽ αυτό κατέβηκε ο ίδιος κάτω.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Ο περιβολάρης και το σκυλί.
  2. (αμετάβατο) ανεβαίνω

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία