ἀναλίσκομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀναλίσκομαι: μεσοπαθητική φωνή του ρήματος ἀναλίσκω
Ρήμα
επεξεργασίαἀναλίσκομαι
- ξοδεύομαι
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου α, 35
- καίτοι τί δήποτ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, νομίζετε τὴν μὲν τῶν Παναθηναίων ἑορτὴν καὶ τὴν τῶν Διονυσίων ἀεὶ τοῦ καθήκοντος χρόνου γίγνεσθαι, ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τ᾽ ἰδιῶται οἱ τούτων ἑκατέρων ἐπιμελούμενοι, εἰς ἃ τοσαῦτ᾽ ἀναλίσκεται χρήματα,
- Αλήθεια, για ποιον τέλος πάντων λόγο, Αθηναίοι, νομίζετε ότι η γιορτή των Παναθηναίων και των Διονυσίων γίνεται πάντοτε στη σωστή ημερομηνία, είτε κληρωθούν ειδικοί είτε ερασιτέχνες αυτοί που θα φροντίσουν για την καθεμιά από αυτές τις δύο γιορτές, για τις οποίες ξοδεύονται τόσο πολλά χρήματα,
- Μετάφραση (2002): Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Μ. Αραποπούλου @greek‑language.gr
- καίτοι τί δήποτ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, νομίζετε τὴν μὲν τῶν Παναθηναίων ἑορτὴν καὶ τὴν τῶν Διονυσίων ἀεὶ τοῦ καθήκοντος χρόνου γίγνεσθαι, ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τ᾽ ἰδιῶται οἱ τούτων ἑκατέρων ἐπιμελούμενοι, εἰς ἃ τοσαῦτ᾽ ἀναλίσκεται χρήματα,
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου α, 35
- φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά
- (στη μέση φωνή) αυτοκτονώ
- (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν
- (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἱππόλυτος, 504-506
- ὡς ὑπείργασμαι μὲν εὖ | ψυχὴν ἔρωτι, τἀισχρὰ δ᾽ ἢν λέγηις καλῶς | ἐς τοῦθ᾽ ὃ φεύγω νῦν ἀναλωθήσομαι.
- Έχει αργαστεί τόσο σκληρά η ψυχή μου | από τον έρωτα, ώστε αν παρασταίνεις | για καλά τις ντροπές, θε να κυλήσω | στο κακό που ζητάω να το ξεφύγω.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης @greek‑language.gr
- ὡς ὑπείργασμαι μὲν εὖ | ψυχὴν ἔρωτι, τἀισχρὰ δ᾽ ἢν λέγηις καλῶς | ἐς τοῦθ᾽ ὃ φεύγω νῦν ἀναλωθήσομαι.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἱππόλυτος, 504-506
- χάνομαι, αφανίζομαι, καταστρέφομαι
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἀνδρομάχη, 454-455
- κεῖνα γάρ μ᾽ ἀπώλεσεν, | ὅθ᾽ ἡ τάλαινα πόλις ἀνηλώθη Φρυγῶν
- τη ζωή μου εγώ την έχω χάσει | όταν η πόλη των Φρυγών, η δύστυχη, έπεσε,
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής @greek‑language.gr
- κεῖνα γάρ μ᾽ ἀπώλεσεν, | ὅθ᾽ ἡ τάλαινα πόλις ἀνηλώθη Φρυγῶν
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον , 181d-181e
- χρῆν δὲ καὶ νόμον εἶναι μὴ ἐρᾶν παίδων, ἵνα μὴ εἰς ἄδηλον πολλὴ σπουδὴ ἀνηλίσκετο· τὸ γὰρ τῶν παίδων τέλος ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος.
- Και θα ᾽πρεπε να νομοθετηθεί απαγόρευση ερωτικής σχέσης με παιδιά, για να μην πάει χαμένη τόση φροντίδα για μια σχέση που δεν ξέρουμε ποιά εξέλιξη θα έχει· γιατί κανείς δεν μπορεί να μαντέψει πώς θα εξελιχτεί τελικά ένα παιδί, σε ποιό επίπεδο ψυχικής και σωματικής ανωτερότητας ή κατάντιας θα καταλήξει.
- Μετάφραση (2004), Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος @greek‑language.gr
- χρῆν δὲ καὶ νόμον εἶναι μὴ ἐρᾶν παίδων, ἵνα μὴ εἰς ἄδηλον πολλὴ σπουδὴ ἀνηλίσκετο· τὸ γὰρ τῶν παίδων τέλος ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἀνδρομάχη, 454-455
Εκφράσεις
επεξεργασία- τἀνηλωμένα: τα δαπανημένα χρήματα
Πηγές
επεξεργασία- ἀναλίσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναλίσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.