ἀδετούρης
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀδετούρης < προβηγκιανή auditour
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀδετούρης αρσενικό
- (ιστορία, αξίωμα) τίτλος ανώτερου αξιωματούχου στο μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου με δικαστικές αρμοδιότητες
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
- Εἰς τοῦτον ὁ κουβερνούρης ἐστάθην ὀρθὸς εἰς τὰ ποδία του καὶ εἶπεν τῆς αὐλῆς: Ἄρχοντες ἐκατάλαβα καλὰ τὸ ἐζήτησεν ὁ σὶρ Τουμᾶς τὲ Μουντολὴφ ὁ ἀδετούρης, διὰ τὸν ἀδελφότεκνόν μου, ζητῶντά μου νὰ τοῦ τὸ στρέψω τὰ ρηγάτα του τὸ πῶς εἶναι δικά του, ὡς γίον ἐκεῖνος ὅπου ἔφτασεν εἰς τὸν νόμον.
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
Πηγές
επεξεργασία- ἀδετούρης σελ.89, Τόμος 1 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αδετούρης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- αδετούρης @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη