Ετυμολογία

επεξεργασία
κουβερνούρης < προβηγκιανή gouvernour ή γαλλική gouverneur

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουβερνούρης αρσενικό

  1. (ιστορία, αξίωμα) κυβερνήτης, διοικητής
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Ὁ ἁγιώτατος πατὴρ ὁ πάπας, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν κουμουνίων καὶ διὰ τὸ συμφέρον τῆς χριστιανοσύνης, ἐποῖκάν τον καὶ ἔπεψεν εἰς τὴν Ρόδον εἰς τὸν μέγαν μάστρον καὶ εἰς τὸν κουβερνούρην τῆς Κύπρου, νὰ πέψουν τοὺς μαντατοφόρους εἰς τὴν Συρίαν διὰ νὰ τελειώσουν τὴν εὐλογημένην ἀγάπην.
  2. (ιστορία, αξίωμα) επίτροπος, κηδεμόνας
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Καὶ μοναῦτα ἔστειλεν τὸν σὶρ Τζουάν Παπὴν εἰς τὴν Γένοβαν διὰ κουβερνούρην τοῦ υἱοῦ του·

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία