چوراب
Ετυμολογία
επεξεργασία- چوراب < (άμεσο δάνειο) περσική جوراب (jôrâb)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαچوراب (çorâb)
- η κάλτσα
Συγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαچوراب (οθωμανικά τουρκικά)
- ↷ αλβανικά: çorap
- ↷ βουλγαρικά: чорап
- ↷ κριμαϊκά ταταρικά: şorap
- ↷ σλαβομακεδονικά: чорап
- ↷ σερβοκροατικά: čarapa
- ⇒ τουρκικά: çorap