մաւրու
Παλαιά αρμενικά (xcl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- մաւրու > πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₂trui(e)h₂- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂tēr (μητέρα) Συγγενή: αρχαία ελληνική μητρυιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
մաւրու (mawru)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- → δείτε մօրու#References στο αγγλικό Βικιλεξικό