մորու
Αρμενικά (hy)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- մորու > παλαιά αρμενική մօրու (mōru), και γραφή մաւրու (mawru)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαմորու (hy) (mōru)
- (σπάνιο, οικογένεια) η μητριά
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- → δείτε մօրու#References στο αγγλικό Βικιλεξικό