Ετυμολογία

επεξεργασία
Պետիկյան < ανδρικό όνομα Պետիկ (Petik), υποκοριστικό του Պետրոս (Petros) + -յան (-yan)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɛtikˈjɑn/
ΔΦΑ : /bɛdiɡˈjɑn/ (δυτική αρμενική)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Petik (hy) αρσενικό ή θηλυκό

Απόγονοι

επεξεργασία

Պետիկյան (αρμενικά)

αγγλικά: Petikyan, Petikian, Bedikyan, Betikian
νέα ελληνικά: Πετικιάν, Μπεντικιάν
γαλλικά: Bedikyan
γεωργιανά: პეტიკიანი (ṗeṭiḳiani)
ρωσικά: Петикян (Petikján), Бедикян (Bedikján)
τουρκικά: Bedikyan