ωχρά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωχρά < ωχρός
Επίρρημα επεξεργασία
ωχρά (τροπικό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωχρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ωχρά
- (καθαρεύουσα) θηλυκό του ωχρός, δηλαδή η ωχρή, η κιτρινωπή
- ωχρά σπειροχαίτη
- η ωχρά κηλίδα του ματιού ή οφθαλμού
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ωχρό