ψωμοτρώγω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ψωμοτρώγω
- ζω εις βάρος κάποιου, του παίρνω το ψωμί του με τη μεταφορική έννοια
- (μεταφορικά) αγοράζω κάτι σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη χρημάτων κάποιου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωμοτρώγω
|