ψυχρηλατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχρηλατώ < (ελληνιστική κοινή) ψυχρηλατέω / ψυχρηλατῶ < αρχαία ελληνική ψυχρός + ἐλαύνω
Ρήμα
επεξεργασίαψυχρηλατώ
- επεξεργάζομαι ή σφυρηλατώ κάποιο μέταλλο εν ψυχρώ, χωρίς να το έχω από πριν θερμάνει
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψυχρηλατώ | ψυχρηλατούσα | θα ψυχρηλατώ | να ψυχρηλατώ | ψυχρηλατώντας | |
β' ενικ. | ψυχρηλατείς | ψυχρηλατούσες | θα ψυχρηλατείς | να ψυχρηλατείς | (ψυχρηλάτει) | |
γ' ενικ. | ψυχρηλατεί | ψυχρηλατούσε | θα ψυχρηλατεί | να ψυχρηλατεί | ||
α' πληθ. | ψυχρηλατούμε | ψυχρηλατούσαμε | θα ψυχρηλατούμε | να ψυχρηλατούμε | ||
β' πληθ. | ψυχρηλατείτε | ψυχρηλατούσατε | θα ψυχρηλατείτε | να ψυχρηλατείτε | ψυχρηλατείτε | |
γ' πληθ. | ψυχρηλατούν(ε) | ψυχρηλατούσαν(ε) | θα ψυχρηλατούν(ε) | να ψυχρηλατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψυχρηλάτησα | θα ψυχρηλατήσω | να ψυχρηλατήσω | ψυχρηλατήσει | ||
β' ενικ. | ψυχρηλάτησες | θα ψυχρηλατήσεις | να ψυχρηλατήσεις | ψυχρηλάτησε | ||
γ' ενικ. | ψυχρηλάτησε | θα ψυχρηλατήσει | να ψυχρηλατήσει | |||
α' πληθ. | ψυχρηλατήσαμε | θα ψυχρηλατήσουμε | να ψυχρηλατήσουμε | |||
β' πληθ. | ψυχρηλατήσατε | θα ψυχρηλατήσετε | να ψυχρηλατήσετε | ψυχρηλατήστε | ||
γ' πληθ. | ψυχρηλάτησαν ψυχρηλατήσαν(ε) |
θα ψυχρηλατήσουν(ε) | να ψυχρηλατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψυχρηλατήσει | είχα ψυχρηλατήσει | θα έχω ψυχρηλατήσει | να έχω ψυχρηλατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψυχρηλατήσει | είχες ψυχρηλατήσει | θα έχεις ψυχρηλατήσει | να έχεις ψυχρηλατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψυχρηλατήσει | είχε ψυχρηλατήσει | θα έχει ψυχρηλατήσει | να έχει ψυχρηλατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψυχρηλατήσει | είχαμε ψυχρηλατήσει | θα έχουμε ψυχρηλατήσει | να έχουμε ψυχρηλατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψυχρηλατήσει | είχατε ψυχρηλατήσει | θα έχετε ψυχρηλατήσει | να έχετε ψυχρηλατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψυχρηλατήσει | είχαν ψυχρηλατήσει | θα έχουν ψυχρηλατήσει | να έχουν ψυχρηλατήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχρηλατώ
|