Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχρηλατώ < (ελληνιστική κοινήψυχρηλατέω / ψυχρηλατῶ < αρχαία ελληνική ψυχρός + ἐλαύνω

  Ρήμα επεξεργασία

ψυχρηλατώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία