ψυχραίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχραίνομαι < ψυχραίνω + -ομαι < (ελληνιστική κοινή) ψυχραίνω < αρχαία ελληνική ψυχρός
Ρήμα
επεξεργασίαψυχραίνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ψυχραίνω
- σταματώ να έχω καλές ή φιλικές σχέσεις με κάποιον, δεν έχω πια την αγάπη και την εκτίμηση που του είχα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψυχρός
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψυχραίνομαι | ψυχραινόμουν(α) | θα ψυχραίνομαι | να ψυχραίνομαι | ||
β' ενικ. | ψυχραίνεσαι | ψυχραινόσουν(α) | θα ψυχραίνεσαι | να ψυχραίνεσαι | (ψυχραίνου) | |
γ' ενικ. | ψυχραίνεται | ψυχραινόταν(ε) | θα ψυχραίνεται | να ψυχραίνεται | ||
α' πληθ. | ψυχραινόμαστε | ψυχραινόμαστε ψυχραινόμασταν |
θα ψυχραινόμαστε | να ψυχραινόμαστε | ||
β' πληθ. | ψυχραίνεστε | ψυχραινόσαστε ψυχραινόσασταν |
θα ψυχραίνεστε | να ψυχραίνεστε | (ψυχραίνεστε) | |
γ' πληθ. | ψυχραίνονται | ψυχραίνονταν ψυχραινόντουσαν |
θα ψυχραίνονται | να ψυχραίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψυχράθηκα | θα ψυχραθώ | να ψυχραθώ | ψυχραθεί | ||
β' ενικ. | ψυχράθηκες | θα ψυχραθείς | να ψυχραθείς | |||
γ' ενικ. | ψυχράθηκε | θα ψυχραθεί | να ψυχραθεί | |||
α' πληθ. | ψυχραθήκαμε | θα ψυχραθούμε | να ψυχραθούμε | |||
β' πληθ. | ψυχραθήκατε | θα ψυχραθείτε | να ψυχραθείτε | ψυχραθείτε | ||
γ' πληθ. | ψυχράθηκαν ψυχραθήκαν(ε) |
θα ψυχραθούν(ε) | να ψυχραθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψυχραθεί | είχα ψυχραθεί | θα έχω ψυχραθεί | να έχω ψυχραθεί | ψυχραμένος | |
β' ενικ. | έχεις ψυχραθεί | είχες ψυχραθεί | θα έχεις ψυχραθεί | να έχεις ψυχραθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψυχραθεί | είχε ψυχραθεί | θα έχει ψυχραθεί | να έχει ψυχραθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψυχραθεί | είχαμε ψυχραθεί | θα έχουμε ψυχραθεί | να έχουμε ψυχραθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψυχραθεί | είχατε ψυχραθεί | θα έχετε ψυχραθεί | να έχετε ψυχραθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψυχραθεί | είχαν ψυχραθεί | θα έχουν ψυχραθεί | να έχουν ψυχραθεί |