Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχραίνομαι < ψυχραίνω + -ομαι < (ελληνιστική κοινήψυχραίνω < αρχαία ελληνική ψυχρός

ψυχραίνομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος ψυχραίνω
  2. σταματώ να έχω καλές ή φιλικές σχέσεις με κάποιον, δεν έχω πια την αγάπη και την εκτίμηση που του είχα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία