ψιλοαλέθω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψιλοαλέθω, αόρ.: ψιλοάλεσα, παθ.φωνή: ψιλοαλέθομαι, π.αόρ.: ψιλοαλέστηκα, μτχ.π.π.: ψιλοαλεσμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψιλοαλέθω
|
Πηγές
επεξεργασία- ψιλοαλέθ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)