ψιλαλέθω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ψιλαλέθω, αόρ.: ψιλάλεσα, παθ.φωνή: ψιλαλέθομαι, μτχ.π.π.: ψιλαλεσμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψιλαλέθω
|