ψιλοαλέθομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαψιλοαλέθομαι, π.αόρ.: ψιλοαλέστηκα, μτχ.π.π.: ψιλοαλεσμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ψιλοαλέθω
- άλλες μορφές: ψιλαλέθομαι
ψιλοαλέθομαι, π.αόρ.: ψιλοαλέστηκα, μτχ.π.π.: ψιλοαλεσμένος