χωριανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χωριανή θηλυκό
- γυναίκα που μένει ή κατάγεται από το χωριό για το οποίο γίνεται λόγος
Μεταφράσεις επεξεργασία
χωριανή
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χωριανή