Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χρυσίζω < χρυσ(ός) + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾiˈsi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

χρυσίζω, πρτ.: χρύσιζα, αόρ.: χρύσισα (χωρίς παθητική φωνή)

  • έχω χρυσές ανταύγειες, έχω περίπου χρυσαφένιο χρώμα
    τα μαλλιά μου είναι καστανόξανθα, αλλά στον ήλιο, χρυσίζουν

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χρυσός

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία