χολώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχολώδης < χόλος ή χολή και εἶδος
Επίθετο
επεξεργασίαχολώδης, ης, ες
- όμοιος με χολή, πικρός, πικρόχολος
- όμοιος με χολή ως προς το σκούρο πράσινο χρώμα
- οργισμένος, οργίλος
χολώδης < χόλος ή χολή και εἶδος
χολώδης, ης, ες