χεδροπός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χεδροπός < αβέβαιης ετυμ. ίσως από το χειροδρόπος (δεν έχει καταρριφθεί η παλιότερη θεωρία ότι προέρχεται από τα χείρ + δρέπω)
Επίθετο επεξεργασία
χεδροπός, ός, όν (γενική πληθ.: χεδρόπων και χεδροπῶν)
- αβέβαιο, ίσως ο καρπός που συλλέγεται με το χέρι, εικάζεται ότι ίσως υπήρξε και λέξη χέδροψ, γενικά απαντάται σε ελληνιστικά κείμενα με ποικίλους τονισμούς
- χειροδρόποι δ᾽ ἵνα φῶτες ἄτερ δρεπάνοιο λέγονται ὄσπρια, χέδροπά τ᾽ ἄλλα
- τοὺς καρποὺς τοὺς χέδροπας
Σημειώσεις επεξεργασία
- ο πληθ. του ουδετέρου και ως ουσιαστικό: τα χεδροπά: οι καρποί, τα σπέρματα, συνήθως τα όσπρια