χαλικώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλικώνω < χαλίκι < αρχαία ελληνική χάλιξ
Ρήμα
επεξεργασίαχαλικώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαλικώνω | χαλίκωνα | θα χαλικώνω | να χαλικώνω | χαλικώνοντας | |
β' ενικ. | χαλικώνεις | χαλίκωνες | θα χαλικώνεις | να χαλικώνεις | χαλίκωνε | |
γ' ενικ. | χαλικώνει | χαλίκωνε | θα χαλικώνει | να χαλικώνει | ||
α' πληθ. | χαλικώνουμε | χαλικώναμε | θα χαλικώνουμε | να χαλικώνουμε | ||
β' πληθ. | χαλικώνετε | χαλικώνατε | θα χαλικώνετε | να χαλικώνετε | χαλικώνετε | |
γ' πληθ. | χαλικώνουν(ε) | χαλίκωναν χαλικώναν(ε) |
θα χαλικώνουν(ε) | να χαλικώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαλίκωσα | θα χαλικώσω | να χαλικώσω | χαλικώσει | ||
β' ενικ. | χαλίκωσες | θα χαλικώσεις | να χαλικώσεις | χαλίκωσε | ||
γ' ενικ. | χαλίκωσε | θα χαλικώσει | να χαλικώσει | |||
α' πληθ. | χαλικώσαμε | θα χαλικώσουμε | να χαλικώσουμε | |||
β' πληθ. | χαλικώσατε | θα χαλικώσετε | να χαλικώσετε | χαλικώστε | ||
γ' πληθ. | χαλίκωσαν χαλικώσαν(ε) |
θα χαλικώσουν(ε) | να χαλικώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαλικώσει | είχα χαλικώσει | θα έχω χαλικώσει | να έχω χαλικώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαλικώσει | είχες χαλικώσει | θα έχεις χαλικώσει | να έχεις χαλικώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαλικώσει | είχε χαλικώσει | θα έχει χαλικώσει | να έχει χαλικώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαλικώσει | είχαμε χαλικώσει | θα έχουμε χαλικώσει | να έχουμε χαλικώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαλικώσει | είχατε χαλικώσει | θα έχετε χαλικώσει | να έχετε χαλικώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαλικώσει | είχαν χαλικώσει | θα έχουν χαλικώσει | να έχουν χαλικώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαλικώνομαι | χαλικωνόμουν(α) | θα χαλικώνομαι | να χαλικώνομαι | ||
β' ενικ. | χαλικώνεσαι | χαλικωνόσουν(α) | θα χαλικώνεσαι | να χαλικώνεσαι | (χαλικώνου) | |
γ' ενικ. | χαλικώνεται | χαλικωνόταν(ε) | θα χαλικώνεται | να χαλικώνεται | ||
α' πληθ. | χαλικωνόμαστε | χαλικωνόμαστε χαλικωνόμασταν |
θα χαλικωνόμαστε | να χαλικωνόμαστε | ||
β' πληθ. | χαλικώνεστε | χαλικωνόσαστε χαλικωνόσασταν |
θα χαλικώνεστε | να χαλικώνεστε | (χαλικώνεστε) | |
γ' πληθ. | χαλικώνονται | χαλικώνονταν χαλικωνόντουσαν |
θα χαλικώνονται | να χαλικώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαλικώθηκα | θα χαλικωθώ | να χαλικωθώ | χαλικωθεί | ||
β' ενικ. | χαλικώθηκες | θα χαλικωθείς | να χαλικωθείς | χαλικώσου | ||
γ' ενικ. | χαλικώθηκε | θα χαλικωθεί | να χαλικωθεί | |||
α' πληθ. | χαλικωθήκαμε | θα χαλικωθούμε | να χαλικωθούμε | |||
β' πληθ. | χαλικωθήκατε | θα χαλικωθείτε | να χαλικωθείτε | χαλικωθείτε | ||
γ' πληθ. | χαλικώθηκαν χαλικωθήκαν(ε) |
θα χαλικωθούν(ε) | να χαλικωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χαλικωθεί | είχα χαλικωθεί | θα έχω χαλικωθεί | να έχω χαλικωθεί | ||
β' ενικ. | έχεις χαλικωθεί | είχες χαλικωθεί | θα έχεις χαλικωθεί | να έχεις χαλικωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χαλικωθεί | είχε χαλικωθεί | θα έχει χαλικωθεί | να έχει χαλικωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χαλικωθεί | είχαμε χαλικωθεί | θα έχουμε χαλικωθεί | να έχουμε χαλικωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χαλικωθεί | είχατε χαλικωθεί | θα έχετε χαλικωθεί | να έχετε χαλικωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χαλικωθεί | είχαν χαλικωθεί | θα έχουν χαλικωθεί | να έχουν χαλικωθεί |
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαλικώνω
|