Ετυμολογία

επεξεργασία

χαλεπαίνω < χαλεπός

χαλεπαίνω

  1. θυμώνω, οργίζομαι με κάτι ή με κάποιον, αγανακτώ για κάτι
    χαλεπαίνοντες τοῖς εἰρημένοις : χολομένοι, εξοργισμένοι με αυτά που ειπώθηκαν
  2. ενισχύομαι, γίνομαι πιο επιθετικός (και για στοιχεία της φύσης)
    οὔτ᾽ ἄνεμος τόσσόν γε περί δρυσίν ὑψικόμοισι ἠπύει, ὅς τε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων
  3. (παθητικό) πικραίνομαι, μου συμπεριφέρονται σκληρά και βάναυσα, με προκαλούν, δυσαρεστούμαι
    καὶ Χειρίσοφος αὐτῷ ἐχαλεπάνθη ὅτι οὐκ εἰς κώμας ἤγαγεν. ὁ δ᾽ ἔλεγεν ὅτι οὐκ εἶεν ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ: ο Χειρίσοφος θύμωσε μαζί του <με τον οδηγό> που δεν τους πήγαινε σε κατοικημένα χωριά κι εκείνος έλεγε ότι στην περιοχή εκείνη δεν υπήρχε κανένα
  • τύπου που απαντούν:
Ενεργ. ενεστ. χαλεπαίνω μέλλοντας χαλεπανῶ αόρ. ἐχαλέπηνα
Παθητ. αόρ. ἐχαλεπάνθην