Ετυμολογία

επεξεργασία

χαλέπτω < χαλεπαίνω

χαλέπτω μέλλ. χαλέψω

  1. ως μεταβατικό του ρήματος χαλεπαίνω σημαίνει συντρίβω κάποιον, τον βλάπτω, τον γονατίζω
    Ζευς....ῥέα μέν βριάει, ῥέα δέ βριάοντα χαλέπτει
    Ο Δίας... εύκολα μεν κάνει δυνατό κάποιον, αλλά κι εύκολα ταπεινώνει εκείνον που προτίτερα δυνάμωσε
  2. ως αμετάβατο σημαίνει οργίζομαι, αγανακτώ
    χαλεψαμένης Ἀφροδίτης...
    εξοργισμένη η Αφροδίτη...
    χαλεφθείς με δοτική: οργισμένος με κάποιον

Συγγενικά

επεξεργασία