χαιρόντων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχαιρόντων ή χαιρέτωσαν
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαχαιρόντων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του χαίρων
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (χαῖρον) του χαίρων
χαιρόντων ή χαιρέτωσαν
χαιρόντων