Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φόντα < πληθυντικός αριθμός του φόντο < ιταλική fondo (χρηματοδότηση, υπόβαθρο, φόντο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φόντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φόντα ουδέτερο