Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φουντώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φουντώνω
  2. θα φουντώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φουντώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φουντώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φούντωση