φουλαριστά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φουλαριστά < φουλαριστός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
φουλαριστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φουλαριστός