• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φορεύς

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
φορεύς < φορά < φέρω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φορεύς -έως αρσενικό

  1. (επάγγελμα) που μεταφέρει κάτι, άνθρωπος ή ζώο με φορτίο, ο φορέας, ο μεταφορέας, ο βαστάζος
  2. σκευοφόρος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • φέρω
  • φορά
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φορεύς&oldid=5391102"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Δεκεμβρίου 2021, στις 10:06

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Italiano
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Δεκεμβρίου 2021, στις 10:06.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας