Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλεβαριάτικα < φλεβαριάτικ(ος) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fle.vaɾˈʝa.ti.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλε‐βα‐ριά‐τι‐κα

  Επίρρημα επεξεργασία

φλεβαριάτικα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φλεβαριάτικα