φλεβαριάτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φλεβαριάτικα < φλεβαριάτικ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fle.vaɾˈʝa.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλε‐βα‐ριά‐τι‐κα
Επίρρημα
επεξεργασίαφλεβαριάτικα
- (οικείο) τον Φλεβάρη, την περίοδο του Φεβρουαρίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία φλεβαριάτικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφλεβαριάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φλεβαριάτικος