Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλαμπέ < από το γαλλικό όρο flambé και flambée < μετοχή αρσενικού και θηλυκού γένους αντίστοιχα του ρήματος flamber (καίω, πυρπολώ, φλογίζω)

  Επίθετο επεξεργασία

φλαμπέ άκλιτο

ορτύκια φλαμπέ
γαρίδες φλαμπέ
κρέμα φλαμπέ (συνήθως όμως μπρουλέ ή brûlée)
μπανάνα φλαμπέ

  Μεταφράσεις επεξεργασία