Ετυμολογία

επεξεργασία
φλάω < λείπει η ετυμολογία

φλάω/ φλῶ

  1. συντρίβω, χτυπώ
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ γονῆς, (De genitura), 10, @scaife.perseus
    ἢν δὲ φλασθῇ, ταύτῃ πηροῦται τὸ παιδίον· ἢν δὲ μᾶλλον φλασθῇ τὸ ἔμβρυον, τοῦ ὑμένος ῥαγέντος τοῦ περιέχοντος αὐτὸ, φθείρεται τὸ ἔμβρυον·
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 1376 (1375-1376)
    εἶθ᾽ οὗτος ἐπαναπηδᾷ, | κἄπειτ᾽ ἔφλα με κἀσπόδει κἄπνιγε κἀπέθλιβεν.
    πάνω μου αυτός χιμάει | και με χτυπά, με κοπανά, με πνίγει, με στουμπίζει.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 719 (716-720)
    πρῶτον δὲ πάντων τῷ Νεοκλείδῃ φάρμακον | κατάπλαστον ἐνεχείρησε τρίβειν, ἐμβαλὼν | σκορόδων κεφαλὰς τρεῖς Τηνίων. ἔπειτ᾽ ἔφλα | ἐν τῇ θυείᾳ συμπαραμειγνύων ὀπὸν | καὶ σχῖνον·
    Κι άρχισε πρώτα για το Νεοκλείδη | να τρίβει ένα κατάπλασμα: τρία σκόρδα | ντηνιακά, σκυλοκρόμμυδο, βορβούς | και γάλα, ξίδι σπατανέικο — κι όλα | τα δούλεψε καλά μες στο γουδί
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  2. τρώω, καταβροχθίζω λαίμαργα
  3. αυνανίζομαι
     συνώνυμα: δερμύλλω, ἀναφλάω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι: